ὑψικόμπως
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un excès d'orgueil.
Étymologie: ὑψίκομπος.
German (Pape)
adv., hochprahlerisch, ὑψ. κἀφρόνως ἠμείψατο Soph. Aj. 753.
Russian (Dvoretsky)
ὑψικόμπως: высокомерно, кичливо (ὑ. κἀφρόνως ἀμείβεσθαι Soph.).