blustering
English > Greek (Woodhouse)
adjective
tempestuous: P. χειμέριος, Ar. and V. δυσχείμερος, V. λάβρος, δυσκύμαντος.
boastful: P. ὑπερήφανος, Ar. and P. ἀλαζών, V. ὑψήγορος, στόμαργος; see boastful.
tempestuous: P. χειμέριος, Ar. and V. δυσχείμερος, V. λάβρος, δυσκύμαντος.
boastful: P. ὑπερήφανος, Ar. and P. ἀλαζών, V. ὑψήγορος, στόμαργος; see boastful.