βασταγή

Revision as of 14:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A transport, τῶν ἀναγκαίων Lyd.Mag.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

βασταγή: ἡ, πρᾶξις τοῦ βαστάζειν, τῶν ἀναγαίων Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1.13.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I sin mov.
1 carga Hsch.
2 mec. soporte, suspensión τοῦ κριοῦ Poliorc.228.1.
II c. mov.
1 acarreo Al.Nu.4.19, β. καὶ φορὰ τῶν ἀναγκαίων Lyd.Mag.1.13, cf. Cod.Iust.12.57.3.
2 caravana δι' ὀλίγου χρόνου βασταγὰς ... γίνεσθαι ἐκ τῶν ἐκεῖ Cosm.Ind.Top.2.46, cf. Cyr.S.V.Sab.58.

Greek Monolingual

η (Α βασταγή) βαστάζω
1. ό,τι μπορεί να βαστάσει, να κρατήσει και να μεταφέρει κάποιος
2. δέμα.