transport
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
remove: P. and V. μεθιστάναι, μεταφέρειν. μεταστρέφειν. V. μεταίρειν.
move to another place: Ar. and P. μεταβιβάζειν, P. μετακομίζειν.
banish: P. and V. ἐξορίζειν; see banish.
carry across: P. διαβιβάζειν, P. and V. πορθμεύειν.
Met., doelight: P. and V. τέρπω, τέρπειν, εὐφραίνειν.
be transported (by feelings): P. and V. ἐκφέρεσθαι, ἐκπλήσσεσθαι, P. ἐξάγεσθαι, V. φέρεσθαι (Euripides, Hercules Furens 1246), πεπλῆχθαι (perf. pass. of πλήσσειν), πληγῆναι (2nd aor. pass. of πλήσσειν).
substantive
conveyance: P. and V. ἀγωγή, ἡ, P. κομιδή, ἡ, διακομιδή, ἡ.
troopship: P. στρατιῶτις, ἡ.
cavalry transport: P. ναῦς ἱππαγωγός, ἡ, or Ar. and P. ἱππαγωγός, ἡ (alone).
corn transport: P. ναῦς σιτηγός, ἡ, ναῦς σιταγωγός, ἡ.
hoplite transport: P. ναῦς ὁπλιταγωγός, ἡ.
rapture: P. and V. ἡδονή, ἡ, χαρά, ἡ; see joy.
possession (by a god): P. ἐνθουσιασμός, ὁ, κατοκωχή, ἡ.
transport of madness: P. and V. μανία, ἡ, λύσσα, ἡ (Plato but rare P.). οἶστρος, ὁ (Plato but rare P.); see madness, fit.
Dutch > Greek
διαγωγή, διακομιδή, κομιδή, παρακομιδή, παραπομπή, περιαγωγή