transport

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for transport - Opens in new window

verb transitive

remove: P. and V. μεθιστάναι, μεταφέρειν. μεταστρέφειν. V. μεταίρειν.

move to another place: Ar. and P. μεταβιβάζειν, P. μετακομίζειν.

banish: P. and V. ἐξορίζειν; see banish.

carry across: P. διαβιβάζειν, P. and V. πορθμεύειν.

Met., doelight: P. and V. τέρπω, τέρπειν, εὐφραίνειν.

be transported (by feelings): P. and V. ἐκφέρεσθαι, ἐκπλήσσεσθαι, P. ἐξάγεσθαι, V. φέρεσθαι (Euripides, Hercules Furens 1246), πεπλῆχθαι (perf. pass. of πλήσσειν), πληγῆναι (2nd aor. pass. of πλήσσειν).

substantive

conveyance: P. and V. ἀγωγή, ἡ, P. κομιδή, ἡ, διακομιδή, ἡ.

troopship: P. στρατιῶτις, ἡ.

cavalry transport: P. ναῦς ἱππαγωγός, ἡ, or Ar. and P. ἱππαγωγός, ἡ (alone).

corn transport: P. ναῦς σιτηγός, ἡ, ναῦς σιταγωγός, ἡ.

hoplite transport: P. ναῦς ὁπλιταγωγός, ἡ.

rapture: P. and V. ἡδονή, ἡ, χαρά, ἡ; see joy.

possession (by a god): P. ἐνθουσιασμός, ὁ, κατοκωχή, ἡ.

transport of madness: P. and V. μανία, ἡ, λύσσα, ἡ (Plato but rare P.). οἶστρος, ὁ (Plato but rare P.); see madness, fit.

Dutch > Greek

διαγωγή, διακομιδή, κομιδή, παρακομιδή, παραπομπή, περιαγωγή