βραγχός

Revision as of 14:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A hoarse, βραγχὰ λαρυγγιόων AP11.382.2 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 460] heiser, Paul. Sil. 48 (XI, 54); Agath. 69 (XI, 382).

Greek (Liddell-Scott)

βραγχός: -ή, -όν, βραγχνός, Ἀνθ. ΙΙ.11. 382.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rauque, enroué.
Étymologie: cf. βράγχος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
ronco neutr. como adv. βραγχὸν τετριγυῖα AP 6.54 (Paul.Sil.), βραγχὰ λαρυγγιόων AP 11.382.2 (Agath.).

Greek Monolingual

βραγχός, -ή, -όν (Α) βράγχος
βραχνός, βραχνιασμένος.

Greek Monotonic

βραγχός: -ή, -όν (βλ. το προηγ. βράγχος), βραχνός, βραχνιασμένος, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

βραγχός: охрипший, хриплый Anth.

Middle Liddell

[Prob. formed from the sound.]
hoarse, Anth.