διασκεδαστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for dispersing or digesting, ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115.
German (Pape)
[Seite 602] zertheilend, von Arzeneien, Diosc.
Spanish (DGE)
-ή, όν
que disipa o desintegra las cataratas oculares, Dsc.3.80, δύναμις ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διασκεδαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. τερπνός, ψυχαγωγικός
2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση
2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός.