χωνευτικός

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

German (Pape)

[Seite 1386] zum Schmelzen, Metallgießen gehörig, geschickt, Gloss.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωνευτικός, -ή, -όν, ΝΜ χωνεύω / χωνευτός
νεοελλ.
1. αυτός που διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης («χωνευτικό νερό»)
2. αυτός που χωνεύεται εύκολα, εύπεπτος
μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώνευση τών μετάλλων, στη χύτευση.