εως, ἡ,
A annoyance, IG3.48 (iii A. D.).
[Seite 639] ἡ, Belästigung, Störung, Sp.
διόχλησις: -εως, ἡ, ἐνόχλησις, Συλλ. Ἐπιγρ. 356. 24.
-εως, ἡmolestia ταμιακὴ δ. IG 22.1121.20, cf. 26, 41 (IV d.C.), Eus.M.24.52B.
διόχλησις, η (Α) διοχλώη ενόχληση.