κάρσιος

Revision as of 15:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον,

   A crosswise, Hsch. Adv. -ίως Suid.; cf. ἐγκάρσιος.

German (Pape)

[Seite 1329] schräg, schief, πλάγιος, Hesych.; im Gebrauch scheinen nur die compp. ἐγκάρσιος u. ἐπικάρσιος gewesen zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

κάρσιος: -α, -ον, πλάγιος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἀλλὰ πιθαν. εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἐγκάρσιος, ἐπικάρσιος.

Greek Monolingual

κάρσιος, -ία, -ον (Α)
πλάγιος.
επίρρ...
καρσίως (Α)
πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. που προέρχεται από επικάρσιος, κατ' απόσπαση].