κέαρ

Revision as of 15:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

contr. κῆρ (q.v.). κέαρνον, τό, (κεάζω)

   A carpenter's axe, Hsch.(pl.). κέαρος· ὄρτυξ, Id. κεάσματα, τά, chips, Id. κέᾰται, κέᾰτο, Ep. 3pl. pres. and impf. of κεῖμαι.

German (Pape)

[Seite 1410] (zsgzgn κῆρ, u. so allein Hom., s. unten), αρος, τό, das Herz; gew. übertr., ἐμὸν κέαρ οὔ ποτε φάσει Pind. N. 7, 102; ἐμὸν κέαρ οὐ γεύεται ὕμνων I. 4, 22; oft bei Aesch., κέαρ ἀπαράμυθον ἔχει Κρόνου παῖς Prom. 184; ἠλγύνθην, ἀχθεσθῇ κέαρ, 245. 390; ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ Ch. 26; Soph. O. C. 661 Tr. 626; Eur. Med. 911.

Greek (Liddell-Scott)

κέᾰρ: συνῃρ. κῆρ, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. κῆρ.

English (Slater)

κέαρ
   1 heart as seat of the feelings. θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ (P. 10.22) τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι (N. 7.102) τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται (I. 5.20) ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς of Kassandra Πα. 8A. 11.

Greek Monolingual

κέαρ, τὸ (Α)
η καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδιά].

Greek Monotonic

κέᾰρ: συνηρ. κῆρ, βλ. αυτ.

Russian (Dvoretsky)

κέᾰρ: κέαρος τό Hom., Pind., Trag. = κῆρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέαρ zie κῆρ.