ἄτερ

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓́τερ Medium diacritics: ἄτερ Low diacritics: άτερ Capitals: ΑΤΕΡ
Transliteration A: áter Transliteration B: ater Transliteration C: ater Beta Code: a)/ter

English (LSJ)

[ᾰ], Ep., Ion., Trag. Prep. with genitive,
A without, apart from, Hom.; κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ Pi.N.7.27; ἄτερ Ζηνός without Zeus's will, Il.15.292, cf. POxy.936.18 (iii A.D.); οὐ θεῶν ἄτερ 'non sine dis', Pi.P. 5.76; ἄτερ μόχθου Democr.223; ἄτερ πυρετοῦ καὶ ὀδύνης Hp.Prorrh.2.4.
II aloof, apart from, ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il.1.498; νόσφιν ἄτερ τε κακῶν Hes.Op.91:—freq. in Trag., mostly after its case, A.Supp.377, etc.; but before it in Id.Pr.456, Supp.703 (lyr.), Ch.338 (lyr.), S.Ph.703 (lyr.), El.866:—also in late Prose, as LXX 2 Ma.12.15, D.H.3.10, Ev.Luc.22.6, Plu.Cat.Mi.5, Vett.Val.136.9, al.
III c. dat., ἄτερ ἄστρασιν Anub.87.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ]
prep. de gen., tard. c. dat.
I c. gen. de pers. y personif.
1 aparte, lejos ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il.1.498, ἄτερ ὄχλου Eu.Luc.22.6
c. νόσφιν, fig. νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ χαλεποῖο πόνοιο Hes.Op.91, cf. 113, Sc.15.
2 fuera de, con la excepción de, sin contar con κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ el más fuerte con la excepción de Aquiles dicho de Áyax, Pi.N.7.27, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται Pi.I.5.20
sin contar con, sin λαῶν Il.5.473, παίδων σέθεν Pi.O.8.45, παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθήνας como un niño sin su nodriza S.Ph.703, cf. 812, E.Hec.749, ἄτερ Ἰούστου sin la presencia de Justo, POxy.936.18 (III d.C.)
tb. c. dat. ἄτερ ἀστράσιν ἄλλοις sin atender a los demás astros Annub.87.
3 sin la intervención de c. gen. de n. de dioses Ζηνός Il.15.292, σοῦ de Hécate h.Hom.29.4, ἄτερ Ϝέθεν de Dioniso, Alc.349b, χρυσῆς Ἀφροδίτης Mimn.1.1, σεμνᾶν Χαρίτων Pi.O.14.8, cf. P.2.7., θεῶν ἄτερ sin el auxilio de los dioses Thgn.171, cf. Pi.P.5.76, E.Heracl.608, ἄτερ θεοῦ sin la voluntad de Dios, Didache 3.10.
II c. gen. de cosa y abstr. sin δώρων Il.9.604, ὀψωνίου IPr.109.106 (II a.C.)
de armas y pertrechos ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος Il.21.50, cf. Od.19.147, Nonn.D.5.94, ἐγχέων Pi.P.9.28, τευχέων ἄτερ E.Heracl.694, ἄτερ κριῶν καὶ μηχανῶν LXX 2Ma.12.15, ἄτερ σπείρου Od.2.102, 24.137, ἄτερ ὀχήματος Plu.Cat.Mi.5
gener. στομίων ἄτερ = sin freno o bocado A.Pr.287, ἄτερ στεροπᾶς S.Ai.27
de la guerra y penas ἄτερ πολέμου Il.4.376, cf. Pi.P.10.42, καμάτοιο Od.7.325, μόχθου Democr.B 223, κακῶν A.Ch.338, cf. A.1148, πόνων E.Heracl.841, νούσων Mimn.6.1, ἀλγέων Carm.Conu.1.3, πυρετοῦ καὶ ὀδύνης Hp.Prorrh.2.4
del amor y el placer ἄτερ φιλότητος Hes.Th.132, εὐνᾶς Pi.O.9.44, ἁδονᾶς ἄτερ Simon.79.1
de sonido, cantos ἄτερ ψόφου h.Merc.285, ὕμνων Musae.274
abstr. ὅρκου Il.23.441, δίκης A.Fr.132a.4, Vett.Val.258.31, αἰσχύνης ἄτερ A.Th.683, γνώμης A.Pr.456, ἄτερ ἄτης S.Ant.4, cf. hex. en PGrenf.2.5.3, αἰτίας D.H.3.10, μὴ καταδικαζέσθων ἄτερ τῆς Πτολεμαίου γνώμης SEG 9.1.42 (Cirene IV a.C.)
de actividades o elementos activos σπουδῆς Od.21.409, τέχνας Pi.P.2.32, ὧν ἄτερ οὐδὲ νοηθῆναι πυρὸς ἔχοντα φύσιν ἐστὶ δυνατόν Phld.Sign.24.7, ἄτερ γὰρ τούτων ὁ θεὸς οὐκ ὑπακούσεται PMag.13.56.
• Etimología: Forma c. psilosis jón. y eol. por *ἁτὲρ de *sn̥-ter, cf. aaa. suntar, al. sondern.

German (Pape)

[Seite 385] ohne, außer, τινός, von Hom. an, bes. bei Dichtern, nach B. A. 1095 achäisch; häufig seinem Casus nachgesetzt; abgesondert, getrennt, Il. 1, 498; νόσφιν ἄτερ Hes. O. 91; ἄτερ Ζηνός, ohne Zeus Willen, Il. 15, 292; ἄτης ἄτερ (parenthetisch), abgesehen davon, Soph. Ant. 4. In Prosa nur Sp., öfter bei Dion. H.; Plut. Num. 14 Cat. min. 5.

French (Bailly abrégé)

prép. avec gén.
1 à l'écart de : ἄτερ ἥμενος ἄλλων IL assis à l'écart des autres;
2 à l'exclusion de, sans : ἄτερ Ζηνός IL sans l'aveu de Zeus.
Étymologie: DELG forme ion. et éol. avec psilose pour *ἁτέρ ; cf. all. sondern « mais », skr. sanutar « loin de ».

English (Autenrieth)

without, apart from, w. gen.

English (Slater)

ᾰτερ prep. c. gen., without οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ (O. 8.45) ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν γόνον (O. 9.44) καλὰ ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ (O. 10.91) οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (O. 14.8) Ἀρτέμιδος, ἆς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (P. 2.7) οὐκ ἄτερ τέχνας (P. 2.32) οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ (P. 5.76) παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων (P. 9.28) πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι (P. 10.42) κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ sc. Αἴαντα i. e. excepting (N. 7.27) τὸ δ' ἐμὸν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται (I. 5.20)

English (Strong)

a particle probably akin to ἄνευ; aloof, i.e. apart from (literally or figuratively): in the absence of, without.

English (Thayer)

preposition, frequent in the poets (from Homer down), rare in prose writings from Plato (?) down; without, apart from: with the genitive (Dionysius Halicarnassus 3,10; Plutarch, Numbers 14, Cat. min. 5); in the Bible only in ἄτερ ὄχλου in the absence of the multitude; hence, without tumult), Teaching 3,10 [ET]; Herm. sim. 5,4, 5 [ET].)

Greek Monolingual

ἄτερ πρόθ. (Α)
(με γενική)
1. χώρια, ξέχωρα, χωριστά, μακριά
2. δίχως, χωρίς
3. εκτός, πλην, εξόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἄτερ < ἁτέρ, με ιωνική - αιολική ψίλωση < IE. sn-ter. Ο τονισμός του τ. άτερ οφείλεται είτε σε αιολική βαρυτονία είτε στην προκλιτική λειτουργία του, στο ότι δηλ. αποτελούσε τονική ενότητα με την επόμενη λ. Ο τ. άτερ αντιστοιχεί προς τα αρχ. άνω γερμ. suntar «απομονωμένος, αλλά, έναντι τούτου» και νέο άνω γερμ. sonder(n) «αλλά», συνδέεται δε επίσης με το αρχ. ινδ. sanu-tάr «μακριά από»].

Greek Monotonic

ἄτερ: [ᾰ], πρόθ. με γεν.,
I. χωρίς, σε Όμηρ.· ἄτερ Ζηνός, χωρίς τη θέληση του Δία, σε Ομήρ. Ιλ.
II. σε απόσταση ή μακριά από, στο ίδ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτερ: (ᾰ) praep. cum gen.
1 вдали от, отдельно от (ἄλλων Hom.);
2 без (ἄτερ χαλεποῖο πόνοιο Hes.; βαδίζειν ἄτερ ὀχήματος Plut.): ἄτερ γνώμης Aesch. бессознательно;
3 вне, помимо, без помощи (Ζηνός Hom.; θεῶν Pind.; ἄτερ ἐμᾶν χερῶν Soph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: prep.
Meaning: without, far from (Il.).
Derivatives: ἄτερθε(ν), Aeol. ἄτερθα id. (Pi.); ἀπάτερθεν, also as adv. (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [907] *sen-i/u, -(t)er without
Etymology: Psilotic for *ἁτέρ (Aeol. barytonesis or proclisis? Schwyzer 385), identical with adv. OHG. suntar separated, but; PIE. *sn̥-tér. Cf. Skt. sanu-tár separate from, far away, Av. hanarǝ and Lat. sine < *seni, Toch. A sne, B snai id., which however have a laryngeal (*snH-) which is impossible in ἄτερ; s. ἄνευ. - Not to ἅτερος (s. ἕτερος).

Middle Liddell

I. without, Hom.; ἄτερ Ζηνός without his will, Il.
II. aloof or apart from, Il., Trag.

Frisk Etymology German

ἄτερ: {áter}
Grammar: Präp.
Meaning: ohne, fern von (ep. ion. trag., auch späte Prosa).
Derivative: Davon ἄτερθε(ν), äol. ἄτερθα ib. (Pi., A. u. S. in lyr., Hdn.) und mit ἀπό kombiniert (vgl. Schwyzer 632: 2) ἀπάτερθεν, auch als Adv. (Il. usw.).
Etymology: ἄτερ, psilotisch für *ἁτέρ (äol. Barytonese oder Proklise? Schwyzer 385) ist mit dem german. Adv. ahd. suntar abgesondert, aber, nhd. sonder(n) usw. identisch; idg. *sn̥-tér. Daneben, mit anderer Stammform, aber im Suffix übereinstimmend, ai. sanu-tár abseits von, weit weg. — Lit. bei Bq und WP. 2, 494f. Vgl. ἅτερος (s. ἕτερος).
Page 1,178

Chinese

原文音譯:¥ter 阿帖而
詞類次數:介詞(2)
原文字根:缺少
字義溯源:遠離^,沒有,不在跟前;或源自(ἄνευ)=無*)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 沒有(1) 路22:35;
2) 不在跟前(1) 路22:6

Wiktionary EN

From Proto-Indo-European *sn̥Hter (whence also Proto-Germanic *sunder (“apart, separately”)), from *senH- (whence Latin sine and Sanskrit सनितुर् (sanitúr)).