κατάντλημα

Revision as of 15:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A douche, Dsc.1.104.

German (Pape)

[Seite 1366] τό, das Daraufgeschüttete, bes. Bähung, warmer Umschlag, Diosc. u. a. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντλημα: (καὶ ἐπάντλημα), τό, πλύσιμον, διὰ θερμοῦ μάλιστα ὕδατος πρὸς θεραπείαν, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, αἰονήματα τὰ καταντλήματα φασὶν ἰατροὶ Ἐτυμ. Μέγ.· κατάντλημα ποδάγρας ἄριστον τὸ ἀφέψημα τῶν φύλλων Διοσκ. 1, 135· ἐν καταντλήμασι καὶ πυριάσεσιν ὁ αὐτ.· καταντλήμασι καὶ περιπλάσμασιν ἁπαλοῖς Βασίλ.· ἐπαντλεῖν κ. Γαλην. 14, 227, 6.

Greek Monolingual

κατάντλημα, τὸ (Α) καταντλώ
1. λουτρό
2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα.