κομπρέσα

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

η
ψυχρό ή θερμό επίθεμα, κομμάτι από γάζα ή ύφασμα ποτισμένο με νερό ή οινόπνευμα ή άλλη ουσία, το οποίο τοποθετείται εξωτερικά πάνω στο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compressa «πεπιεσμένο επίθεμα» < γαλλ. compresse < ρ. compressor < λατ. compresso «συμπιέζω»].