κλαγγάνω

Revision as of 16:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

of birds,

   A scream, S.Fr.959.4; perh. of the lyre, twang, Id.Ichn.308.

Greek Monolingual

κλαγγάνω (Α) κλαγγή
1. (για πτηνά) κρώζωὅπου τις ὄρνις οὐχί κλαγγάνει», Σοφ.)
2. πιθ. αναδίδω οξύ ήχο.

Russian (Dvoretsky)

κλαγγάνω: (только praes.) кричать: ὅπου τις ὄρνις οὐχὶ κλαγγάνει Soph. где ни одна птица не кричит.