κιρρίς

Revision as of 16:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a

   A sea-fish, = κηρίς, prob. a species of wrasse, Opp. H.1.129, 3.187.    2 species of ἱέραξ, EM515.15.    3 = λύχνος (Lacon.), ib.17.    4 = Ἄδωνις (Cypr.), ib.16. (Hsch. has κίρις in senses 2-4.)

Greek (Liddell-Scott)

κιρρίς: -ίδος, ἡ, θαλάσσιός τις ἰχθύς, ἀλλαχοῦ κηρίς, Ὁππ. Ἀλ. 1. 129., 3. 187.

Greek Monolingual

κιρρίς, -ίδος, ἡ (Α) κιρρός
1. είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κηρίς
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)
α) είδος γερακιού
β) (στους Λάκωνες) λύχνος.