κυκλοειδής

Revision as of 16:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A circular, Euc.Opt.36, Onos. 21.6, Ath.7.328d; τὸ κ. Plu.2.1004c. Adv. -δῶς Gal.Phil.Hist.100, Porph.in Cat.133.4.

German (Pape)

[Seite 1526] ές, kreisförmig; Ath. VII, 328 d; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοειδής: -ές, κυκλικός, Ἀθήν. 328D· τὸ κ. Πλούτ. 2. 1004C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
circulaire.
Étymologie: κύκλος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (AM κυκλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κύκλο, κυκλικός
νεοελλ.
φρ. (γεωμ.) «κυκλοειδής καμπύλη» — καμπύλη που γράφεται από σημείο το οποίο κείται σε περιφέρεια κύκλου όταν αυτή κυλίεται χωρίς ολίσθηση σε μια ευθεία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το κυκλοειδές
ο σχηματισμός σε σχήμα κύκλου.
επίρρ...
κυκλοειδώς (Α κυκλοειδῶς)
με σχήμα κύκλου, κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

κυκλοειδής: кругообразный, округлый (στρογγύλος καὶ κ. Plut.).