ολίσθηση

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀλίσθησις, -εως, ιων. γεν. -ιος) ολισθάνω
αυτόματη κίνηση πάνω σε κατωφερή ή λεία επιφάνεια, γλίστρημα και πέσιμο
νεοελλ.
1. (μηχαν.) μετάθεση δύο επιφανειών που βρίσκονται σε επαφή με τέτοιο τρόπο ώστε ένα σημείο επαφής της μιας να βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τα σημεία της άλλης
2. γεωλ. α) τεκτονική διεργασία κατά την οποία το μήκος τών λιθολογικών ή τεκτονικών ασυνεχειών στις τεκτονικές ενότητες μεταβάλλεται λόγω της βαρύτητας
β) πραγματική σχετική μετατόπιση δύο σημείων εκατέρωθεν μιας ρηξιγενούς επιφάνειας, τα οποία πριν από τη διάρρηξη συνέπιπταν
β) μετατόπιση μιας ακολουθίας στρωμάτων, πάνω σε πλαγιά ή ρήγμα, χωρίς να συμβεί αποχωρισμός, όπως στην κατολίσθηση
3. φυσ.-χημ. μετατόπιση ενός τμήματος κρυστάλλου κατά μήκος ενός επιπέδου του ως προς τον υπόλοιπο κρύσταλλο, μετατόπιση που γίνεται υπό την επίδραση διατμητικών δυνάμεων
4. (φωνητ.) πέρασμα από μία φωνητική ποιότητα σε μία άλλη η οποία βρίσκεται κοντά στην πρώτη
5. φρ. «ολίσθηση συχνότητας»
(ηλεκτρ.) μεταβολή της συχνότητας εκπομπής ή λήψης η οποία οφείλεται σε μεταβολή της εμπέδωσης φόρτου της ηλεκτρονικής διάταξης
αρχ.
εξάρθρωση οστού.