κοπρώδης

Revision as of 16:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ες,

   A like dung, Hp.Prorrh.1.146, Arist.PA675b30; faecal, Aret.CA1.2.    2 generally, dirty, impure, Pl.Tht.191c (Comp.), 194e.

German (Pape)

[Seite 1483] ες, = κοπριώδης, Hippocr.; übh. schmutzig, Plat. Theaet. 194 e; Arist. part. an. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς κόπρον, πλήρης περιττωμάτων, Ἱππ. Προρρ. 80, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 24. 2) καθόλου, ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Πλάτ. Θεαίτ. 191C, 194Ε· ― πρβλ. κοπριώδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑM κοπρώδης, -ῶδες) κόπρος (Ι)]
1. αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», Αριστοτ.)
2. γεμάτος με κόπρο, βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος.

Russian (Dvoretsky)

κοπρώδης:
1) приобретший вид помета, превратившийся в кал (τροφή Arst.);
2) грязный, нечистый (κηρός Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπρώδης -ες [κόπρος, εἶδος] op mest lijkend, vuil.