μελανουργός

Revision as of 17:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A atramentarius, Gloss.

Greek Monolingual

μελανουργός, ὁ (Α)
ο παρασκευαστής μελάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανόν «μαύρη βαφική ουσία», ουδ. του επιθ. μελανός + -ουργός].