Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελανός

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνός Medium diacritics: μελανός Low diacritics: μελανός Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣ
Transliteration A: melanós Transliteration B: melanos Transliteration C: melanos Beta Code: melano/s

English (LSJ)

μελανή, μελανόν, = μέλας, Gp.7.15.6, Stad.57: neut. μελανόν, τό, black pigment, Sammelb.2251 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνός: -ή, -όν, = μέλας, Γεωπ., κτλ., ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 139, καὶ ἴδε μέλας ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μελανός, -ή, -όν, Μ και μελενός, -ή, -ον)
μέλας, μαύρος
νεοελλ.
1. μελανωπός, μελανιασμένος, μαυρειδερός
2. φρ. α) «μελανό σημείο»
μτφ. η δυσάρεστη, κακή πλευρά ενός έργου, μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης
β) «μελανός νάνος»
αστρον. ουράνιο σκοτεινό σώμα με μικρή μάζα και πολύ μεγάλη πυκνότητα, η θερμοκρασία του οποίου είναι τόσο χαμηλή ώστε να αποκλείεται η πραγματοποίηση θερμοπυρηνικών αντιδράσεων, γι' αυτό και θεωρείται ως τελευταίο στάδιο της εξέλιξης ενός αστέρα
νεοελλ.-μσν.
μτφ. δυσάρεστος, δυσοίωνος, κακός
μσν.
1. δυσβάσταχτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανόν
πένθιμο ένδυμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. μαύρη βαφική ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος, κατά τα αργυρός, λευκός, χρυσός.

German (Pape)

= μέλανος.