μελανουργός

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνουργός Medium diacritics: μελανουργός Low diacritics: μελανουργός Capitals: ΜΕΛΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: melanourgós Transliteration B: melanourgos Transliteration C: melanourgos Beta Code: melanourgo/s

English (LSJ)

atramentarius, Glossaria.

Greek Monolingual

μελανουργός, ὁ (Α)
ο παρασκευαστής μελάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανόν «μαύρη βαφική ουσία», ουδ. του επιθ. μελανός + -ουργός].