μοιρίς

Revision as of 17:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A divided, μ. λίτρα a half λίτρα, Nic.Al.329 (v.l. μοιράς).

German (Pape)

[Seite 198] ίδος, ἡ, getheilt, Nic. Al. 329, v. l. μοιράς.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρίς: -ίδος, ἡ, διῃρημένη, μ. λίτρα, ἡμίσεια λίτρα, ἢ λίτρα διῃρημένη εἰς δύο ἴσα μέρη, Νικ. Ἀλ. 327 (ἕτεροι μοιράς).

Greek Monolingual

μοιρίς, -ίδος, ἡ (Α) μοίρα
διηρημένη, μισή («μοιρὶς λίτρα», Νίκ.).