νικηφορία

Revision as of 17:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Dor. νικᾱφ-, ἡ,

   A victory, freq. in Pi., both sg. and pl., P.1.59, O.10(11).59 (pl.).    II Νικηφόρια, Dor. Νικᾱφ-, τά, festival of Athena Νικηφόρος, SIG629.24 (Pergam., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 256] ἡ, das Davontragen des Sieges, Pind. oft, in dor. Form, νικαφορία, P. 1, 59; νικαφορίαις ὅσαις θύλησεν, N. 10, 41.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκηφορία: Δωρ. νικᾱφ-, ἡ, τὸ νικᾶν, νίκη, συχνάκις παρὰ Πινδ., ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., ὡς Π. 1. 115, Ο. 10 (11). 72.

Greek Monolingual

νικηφορία, δωρ. τ. νικαφορία, ἡ (Α) νικηφόρος
το να νικά κάποιος, η νίκηχάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος», Πίνδ.).

Russian (Dvoretsky)

νῑκηφορία: дор. νῑκᾱφορία ἡ одержание победы, победа Pind.

Middle Liddell


a conquering, victory, Pind. [from νῑκηφόρος]