παράσειον

Revision as of 17:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A topsail, Callix.1, Luc.Nav.5.

German (Pape)

[Seite 497] τό, das oberste Segel, supparum, Luc. Navig. 5. Vgl. ἐπίσειον u. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παράσειον: τό, τὸ ἀνώτατον ἱστίον, Λατ. supparum, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C (ἔνθα κακῶς παράσειρον)· πρβλ. ἐπισείων.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hunier.
Étymologie: παρασείω.

Greek Monotonic

παράσειον: τό, ανώτατο ιστίο, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

παράσειον: τό верхний парус или верхняя часть паруса (τοῦ ἱστίου τὸ π. Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράσειον -ου, τό [παρασείω] topzeil, marszeil.

Middle Liddell

παρά-σειον, ου, τό,
a topsail, Luc. [deriv. uncertain]