πληκτός
English (LSJ)
ή, όν,
A beaten, χαλκώματα dub. in Man.5.164.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ πλήσσω
χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά»).
ή, όν,
A beaten, χαλκώματα dub. in Man.5.164.
-ή, -όν, Μ πλήσσω
χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά»).