πληκτός
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
πληκτή, πληκτόν, beaten, χαλκώματα dub. in Man.5.164.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ πλήσσω
χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά»).