ατος, τό, (ποινάω)
A penalty, Hsch. (ποινώματα cod.).
[Seite 652] τό, Buße, Rache, Strafe, Hesych. wahrscheinlich falsch ποίνωμα.
ποίνημα: τό, (ποινάω) τιμώρημα, Ἡσύχ. (κῶδ. ποινώματα).
τὸ, Α ποινῶμαι(κατά τον Ησύχ.) εκδίκηση, τιμωρία.