ποίνημα

Revision as of 18:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό, (ποινάω)

   A penalty, Hsch. (ποινώματα cod.).

German (Pape)

[Seite 652] τό, Buße, Rache, Strafe, Hesych. wahrscheinlich falsch ποίνωμα.

Greek (Liddell-Scott)

ποίνημα: τό, (ποινάω) τιμώρημα, Ἡσύχ. (κῶδ. ποινώματα).

Greek Monolingual

τὸ, Α ποινῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) εκδίκηση, τιμωρία.