πολύκρημνος

Revision as of 18:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with many steeps or mountains, χθών B.1.11, cf. Call.Fr.477.

German (Pape)

[Seite 665] mit vielen steilen Abhängen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρημνος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, δύσβατος, ὀρεινός, Φώτ., Ἡσύχ. (πολύκνημος Schm.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ-κρημνος, υψί-κρημνος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκρημνος -ον [πολύς, κρημνός] zeer bergachtig.