σκυλακευτικός

Revision as of 19:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for puppies, Ph.1.202.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, -ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. -ευτικός, πιθ. κατ' επίδραση του ρ. σκυλακεύω.