σκυλακευτικός

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκευτικός Medium diacritics: σκυλακευτικός Low diacritics: σκυλακευτικός Capitals: ΣΚΥΛΑΚΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: skylakeutikós Transliteration B: skylakeutikos Transliteration C: skylakeftikos Beta Code: skulakeutiko/s

English (LSJ)

σκυλακευτική, σκυλακευτικόν, of or for puppies, Ph.1.202.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, -ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. -ευτικός, πιθ. κατ' επίδραση του ρ. σκυλακεύω.