σκωπαῖος

Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

v.l. σκοπ-, ὁ, among the Sybarites, a

   A dwarf, Timae. ap. Ath.12.518e; cf. στίλπων.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, bei den Sybariten ein Zwerg, sonst στίλπωνες, Ath. XII, 518 f.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπαῖος: ὁ, παρὰ τοῖς Συβαρίταις, νᾶνος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 518Ε· ὡσαύτως στίλπωνστίλβων. (Πιθ. ἐκ τοῦ σκώπτω).

Greek Monolingual

και, κατά δ. γρφ., σκοπαῑος, ὁ, Α
(στους Συβαρίτες) ο νάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ρ. σκώπτω.