συμβρέμω

Revision as of 20:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A roar along with or together, D.C.66.22.

German (Pape)

[Seite 980] mit, zusammen brausen, D. Cass. 66, 22 vom Meere.

Greek (Liddell-Scott)

συμβρέμω: βρέμω, παταγωδῶς ἠχῶ ὁμοῦ, Δίων. Κ. 66. 22.

Greek Monolingual

Α
ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἥ τε θάλασσα συνέβρεμε καὶ ὁ οὐρανὸς συνεπήχει», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βρέμω «ηχώ, βουίζω»].

Greek Monolingual

Α
ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἥ τε θάλασσα συνέβρεμε καὶ ὁ οὐρανὸς συνεπήχει», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βρέμω «ηχώ, βουίζω»].