σύγχροος

Revision as of 20:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, contr. σύγχρους, ουν, (χρόα)

   A of like colour or look, Plb. 3.46.6.    II skin to skin, touching, Posidipp. ap. Ath.13.596d, Nic. Fr.32.

German (Pape)

[Seite 972] zsgz. σύγχρους, gleichfarbig; Posidipp. bei Ath. XIII, 596 d; Pol. 3, 46, 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, (χρόα) ὁ ἔχων ὁμοίαν χροιάν, ὅμοιον ἐξωτερικόν, ὡς τὸ ὁμόχροος, Πολύβ. 3. 46, 6. ΙΙ. συγχρωτιζόμενος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D, Νικ. Ἀποσπ. 19.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 de même couleur, de même aspect;
2 qui touche à, uni.
Étymologie: σύν, χροός.

Greek Monotonic

σύγχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει παρόμοιο χρώμα ή όψη με κάποιον άλλο, ομοιόχρωμος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

σύγχροος: стяж. σύγχρους 2
1) досл. одноцветный, перен. единообразный (sc. ὁδός Polyb.);
2) гладкий, без пятен, чистый (ψυχή Plut.).