σύμπληξις

Revision as of 20:42, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A collision, Demetr.Eloc.207; concurrence, τῶν δύο [ὀνομάτων] ib.105.

German (Pape)

[Seite 988] ἡ, das Zusammenschlagen, -stoßen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπληξις: ἡ σύγκρουσις, φευκτέον τὰς τῶν μακρῶν στοιχείων συμπλήξεις Δημ. Φαληρ. § 207, 299· πρβλ. συμπίλησις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: σύν, πλήσσω.

Greek Monolingual

-ήξεως, ἡ, Α πλῆξις
1. σύγκρουση
2. συμφωνία, σύμπραξη.

Russian (Dvoretsky)

σύμπληξις: εως ἡ столкновение Arst., Plut.