εὐκάθεκτος

Revision as of 10:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A easy to keep under or restrain, X.Cyr.7.5.69 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zurückzuhalten, zu regieren, Xen. Cyr. 7, 5, 69.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκάθεκτος: -ον, εὐχερῶς κατεχόμενος, περιοριζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à contenir, à diriger;
Sp. εὐκαθεκτότατος.
Étymologie: εὖ, κατέχω.

Greek Monolingual

εὐκάθεκτος, -ον (Α)
αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («ὅπως ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι εἶεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθεκτός < κατέχω.

Greek Monotonic

εὐκάθεκτος: -ον (κατέχω), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐκάθεκτος: легко удерживаемый в повиновении (ταπεινότατος καὶ εὐκαθεκτότατος Xen.).

Middle Liddell

εὐ-κάθεκτος, ον κατέχω
easy to keep under, Xen.