εὐηφενής

Revision as of 10:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές, (ἄφενος)

   A wealthy, Il.11.427, 23.81 (vulg. εὐηγ-): as pr.n., IG12 (8).376.14 (Thasos).

German (Pape)

[Seite 1068] ές (ἄφενος), sehr reich, V, l. Il. 93, 81, für εὐηγενής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηφενής: -ές, (ἄφενος) πλουτῶν, εὖ πλουτῶν, ἢ εὖ τῷ πλούτῳ χρώμενος, αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο Ἰλ. Λ. 427· Τρώων εὐηφενέων Ψ. 81 (κοιν. εὐηγ-).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très riche.
Étymologie: εὖ, ἄφενος.

Greek Monolingual

εὐηφενής, -ές (Α)
εύπορος, πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άφενος (το) «πλούτος»].

Russian (Dvoretsky)

εὐηφενής: весьма богатый (Τρῶες Hom. - v. l. к εὐηγενής).