Τρῶες
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
French (Bailly abrégé)
ώων (οἱ) :
dat. pl. Τρωσί, épq. Τρώεσσι;
les Troyens.
Étymologie: Τρώς.
English (Autenrieth)
the Trojans, inhabitants of the Troad.
English (Slater)
Trojans χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι (P. 5.83) ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (sc. Ἀγαμέμνων) (P. 11.34) τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον (sc. Πηλεὺς καὶ Νεοπτόλεμος) (I. 5.36)
Russian (Dvoretsky)
Τρῶες: ώων οἱ троянцы Hom., HH, Aesch.