Τρῶες

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

French (Bailly abrégé)

ώων (οἱ) :
dat. pl. Τρωσί, épq. Τρώεσσι;
les Troyens.
Étymologie: Τρώς.

English (Autenrieth)

the Trojans, inhabitants of the Troad.

English (Slater)

Trojans χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι (P. 5.83) ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (sc. Ἀγαμέμνων) (P. 11.34) τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον (sc. Πηλεὺς καὶ Νεοπτόλεμος) (I. 5.36)

Russian (Dvoretsky)

Τρῶες: ώων οἱ троянцы Hom., HH, Aesch.