οἴκισις

Revision as of 10:41, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A colonization, Th.5.11, 6.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de fonder une colonie.
Étymologie: οἰκίζω.

Greek Monotonic

οἴκῐσις: ἡ (οἰκίζω), ενίσχυση ντόπιου πληθυσμού με έλευση νέων κατοίκων, αποικισμός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἴκῐσις: εως ἡ основание колонии или колоний, колонизация Thuc.

Middle Liddell

οἴκῐσις, ιος, ἡ, οἰκίζω
a peopling, colonisation, Thuc.