ἀνθυπαγωγή

Revision as of 12:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A reply, A.D.Synt.19.12, al.

German (Pape)

[Seite 235] ἡ, das Dagegenanführen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπαγωγή: ἡ, τὸ ἀναφέρειν πρός τι, Ἀπολλ. Γραμμ.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
gram. respuesta αἱ ἀνθυπαγωγαὶ ὀνοματικαὶ γίνονται A.D.Synt.19.12.

Greek Monolingual

ἀνθυπαγωγή, η (Α)
η απάντηση, η αναφορά.