ἐκβόσκω

Revision as of 14:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

aor. ἐξεβόσκησα,

   A consume, τὰ ὑγρά Alex.Aphr.Pr.2.29 :— Med., ἐκβόσκομαι feed on, τι Nic.Th.803 ; absorb, ἰκμάδα Gal.1.517 : metaph. of grief, ὀδύνη ἐ. με Aristaenet.2.5.

German (Pape)

[Seite 755] (s. βόσκω), abweiden, verzehren, Sp. – Med., abweiden, στάχυν Nic. Th. 803; übertr., ἐκβόσκεταί με ὀδύνη Aristaen.

Greek Monolingual

ἐκβόσκω (Α)
1. κατατρώγω, καταναλώνω
2. μέσ. βόσκω
3. απορροφώ
4. (για θλίψη, οδύνες κ.λπ.) καταστρέφω, αρρωσταίνω κάποιον.