absorb
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
use up: P. and V. ἀναλίσκειν, P. καταναλίσκειν, ἀπαναλίσκειν.
mix up: Ar. and P. καταμιγνύναι.
be absorbed into: P. συγκαταμίγνυσθαι εἰς (acc.) (Plato).
absorbed in (Met.): P. ὅλος πρός (dat.), V. ἀνειμένος εἰς (acc.).
be absorbed in (Met.): P. and V. προσκεῖσθαι; (dat.).