ἐγκάπτω

Revision as of 14:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

pf.

   A ἐγκέκᾰφα AP9.316.6 (Leon.):—gulp down greedily, snap up, Ar.Pax7, V.791, Stratt.25, Hermipp.26, Alex.128.7; ἐ. αἰθέρα γνάθοις hold one's breath, E. Cyc.629.    II ἐγκάπτει· ἐκπνεῖ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 704] gierig einschlucken, aufschnappen; Ar. Pax 7 Vesp. 791 u. sonst; Stratt. bei Ath. VII, 327 e u. öfter; ἐγκέκαφεν Leon. Tar. 29 (IX, 316); τὸ κέρμ' εἰς τὴν γνάθον Alexis bei Ath. III, 76 e;– αἰθέρα γνάθοις, d. i. die Backen aufblasen, Eur. Cycl. 625.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκάπτω: μέλλ. -ψω, πρκμ. ἐγκέκᾰφα: ― «χάφτω», καταβροχθίζω λαιμάργως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 7, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 2· ἐπὶ τῶν ἐν Ἀθήνησι δικαστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκράτουν εἰς τὸ στόμα των τὸ μικρὸν νόμισμα, δι’ οὗ ὁ μισθὸς αὐτῶν ἐπληρώνετο, Ἀριστοφ. Σφ. 791, Ἐκκλ. 815, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 2, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1. 7· σιγῶμεν ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις, κρατοῦντες τὴν ἀναπνοὴν ἡμῶν ἐντὸς τῶν γνάθων, Εὐρ. Κύκλ. 629· ― πρβλ. ἔγκαφος.

French (Bailly abrégé)

avaler.
Étymologie: ἐν, κάπτω.

Spanish (DGE)

engullir, tragar ὅλην (μᾶζαν) ἐνέκαψε Ar.Pax 7, cf. V.791, Stratt.26, Hermipp.25, Alex.133.7, AP 9.316 (Leon.), ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις tras haber engullido aire con las mandíbulas, e.d., conteniendo la respiración E.Cyc.629.

Greek Monolingual

ἐγκάπτω (Α)
χάφτω, καταπίνω λαίμαργα.

Greek Monotonic

ἐγκάπτω: μέλ. -ψω, παρακ. -κέκᾰφα· καταβροχθίζω με λαιμαργία, υφαρπάζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκάπτω: (только aor. ἐνέκαψα и pf. ἐγκέκαφα) (жадно) проглатывать (μᾶζαν Arph.; ἀχράδας Anth.): ἐ. αἰθέρα γνάθοις Eur. затаить дыхание.

Middle Liddell

fut. ψω perf. -κέκᾰφα
to gulp in greedily, snap up, Ar.