ἐκμαρτύριον

Revision as of 14:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A evidence, Anon. ap. Suid.; ἐν ἐκμαρτυριοις Just.Nov.90.2.    II official certificate, PMasp.87.21 (vi A.D.), BGU1094.16 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαρτύριον: τό, μαρτυρικόν, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
jur.
1 testimonio δευτέρῳ ἐκμαρτυρίῳ χρήσασθαι Iambl.Fr.36.
2 prueba testifical Iust.Nou.90.2
testimoniales o documento preliminar presentado por la defensa antes de un juicio Φλ(άυιο)ς ... ἔκδικος ... ἐκδέδωκα τὸ ἐ. ὡς πρόκειται BGU 1094.16, cf. PMasp.87.21, 254, POxy.1882.15 (todos VI d.C.).

Greek Monolingual

το (AM ἐκμαρτύριον)
νεοελλ.
μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια
μσν.
μαρτυρική κατάθεση
αρχ.
πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη.