ἐκμαρτύριον

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαρτῠριον Medium diacritics: ἐκμαρτύριον Low diacritics: εκμαρτύριον Capitals: ΕΚΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
Transliteration A: ekmartýrion Transliteration B: ekmartyrion Transliteration C: ekmartyrion Beta Code: e)kmartu/rion

English (LSJ)

τό,
A evidence, Anon. ap. Suid.; ἐν ἐκμαρτυριοις Just.Nov.90.2.
II official certificate, PMasp.87.21 (vi A.D.), BGU1094.16 (vi A.D.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
jur.
1 testimonio δευτέρῳ ἐκμαρτυρίῳ χρήσασθαι Iambl.Fr.36.
2 prueba testifical Iust.Nou.90.2
testimoniales o documento preliminar presentado por la defensa antes de un juicio Φλ(άυιο)ς ... ἔκδικος ... ἐκδέδωκα τὸ ἐ. ὡς πρόκειται BGU 1094.16, cf. PMasp.87.21, 254, POxy.1882.15 (todos VI d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαρτύριον: τό, μαρτυρικόν, Βυζ.

Greek Monolingual

το (AM ἐκμαρτύριον)
νεοελλ.
μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια
μσν.
μαρτυρική κατάθεση
αρχ.
πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη.

German (Pape)

τό, = ἐκμαρτυρία, Suid.