ἐξαγκωνίζω

Revision as of 15:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A nudge with the elbow, Ar.Ec.259.    II bind one's hands behind his back, D.S.34.2, Ph.2.564; ἐξηγκωνισμένος D.S.13.27: metaph., ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμὸν Ph.2.128.

German (Pape)

[Seite 861] 1) die Ellenbogen einstemmen u. sich so entgegenstellen, Ar. Eccl. 259. – 2) die Hände auf den Rücken binden, D. Sic. 13, 27; übertr., ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμόν, befangen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγκωνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ὠθῶ, «σπρώχνω» διὰ τοῦ ἀγκῶνος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 259· πρβλ. προεξαγκωνίζω. ΙΙ. δένω τὰς χεῖράς τινος ὀπισθάγκωνα, Διοδ. Ἀποσπ. 527. 65· ἐξηγκωνισμένος ὁ αὐτ. 13. 27· μεταφ., ἐξηγκ. τὸν λογισμὸν Φίλων 2. 128.

French (Bailly abrégé)

1 se mettre les poings sur les hanches;
2 lier les mains derrière le dos.
Étymologie: ἐξ, ἀγκωνίζω.

Spanish (DGE)

I 1sacar los codos, ponerse en jarras ἐξαγκωνιῶ ὡδί me pondré así en jarras como postura de defensa y ataque (habla Praxágora), Ar.Ec.259.
2 atar con los brazos a la espalda, codo con codo αὐτόν τε καὶ τὴν γυναῖκα D.S.34/35.2.13, cf. Ph.2.564, en v. pas. D.S.13.27.
II fig. atar, anular en v. pas. c. ac. de rel. ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμόν Ph.2.128.

Greek Monolingual

ἐξαγκωνιζω (AM)
δένω κάποιον πισθάγκωνα, με τα χέρια πίσω
(«εἷλκον... δεδεμένους ἐξαγκωνίσαντες», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα («ἐξαγκωνιῶ ὡδί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγκών, κατά τα ρήματα σε -ίζω].

Russian (Dvoretsky)

ἐξαγκωνίζω:
1) досл. упираться руками в бока, подбочениваться, перен. оказывать сопротивление Arph.;
2) скручивать руки за спиной (ἐξαγκωνίσαι τινά Diod.).