πισθάγκωνα
From LSJ
Greek Monolingual
και πιστάγκωνα και οπισθάγκωνα, Ν
επίρρ.
1. με τους αγκώνες προς τα πίσω
2. φρ. «δένω κάποιον πισθάγκωνα» — δένω τα χέρια κάποιου με τους καρπούς και τους αγκώνες ενωμένους πίσω από τον κορμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οπισθάγκωνα < ὄπισθεν + αγκών(ας) + επιρρμ. κατάλ. -α-, ενώ ο τ. πισθάγκωνα / πιστάγκωνα < οπισθάγκωνα με σίγηση του αρκτικού -ο].