πισθάγκωνα

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

και πιστάγκωνα και οπισθάγκωνα, Ν
επίρρ.
1. με τους αγκώνες προς τα πίσω
2. φρ. «δένω κάποιον πισθάγκωνα» — δένω τα χέρια κάποιου με τους καρπούς και τους αγκώνες ενωμένους πίσω από τον κορμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οπισθάγκωνα < ὄπισθεν + αγκών(ας) + επιρρμ. κατάλ. -α-, ενώ ο τ. πισθάγκωνα / πιστάγκωνα < οπισθάγκωνα με σίγηση του αρκτικού -ο].