ἐξαγκωνίζω

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγκωνίζω Medium diacritics: ἐξαγκωνίζω Low diacritics: εξαγκωνίζω Capitals: ΕΞΑΓΚΩΝΙΖΩ
Transliteration A: exankōnízō Transliteration B: exankōnizō Transliteration C: eksagkonizo Beta Code: e)cagkwni/zw

English (LSJ)

A nudge with the elbow, Ar.Ec.259.
II bind one's hands behind his back, D.S.34.2, Ph.2.564; ἐξηγκωνισμένος D.S.13.27: metaph., ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμὸν Ph.2.128.

Spanish (DGE)

I 1sacar los codos, ponerse en jarras ἐξαγκωνιῶ ὡδί me pondré así en jarras como postura de defensa y ataque (habla Praxágora), Ar.Ec.259.
2 atar con los brazos a la espalda, codo con codo αὐτόν τε καὶ τὴν γυναῖκα D.S.34/35.2.13, cf. Ph.2.564, en v. pas. D.S.13.27.
II fig. atar, anular en v. pas. c. ac. de rel. ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμόν Ph.2.128.

German (Pape)

[Seite 861] 1) die Ellenbogen einstemmen u. sich so entgegenstellen, Ar. Eccl. 259. – 2) die Hände auf den Rücken binden, D. Sic. 13, 27; übertr., ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμόν, befangen, Philo.

French (Bailly abrégé)

1 se mettre les poings sur les hanches;
2 lier les mains derrière le dos.
Étymologie: ἐξ, ἀγκωνίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαγκωνίζω:
1 досл. упираться руками в бока, подбочениваться, перен. оказывать сопротивление Arph.;
2 скручивать руки за спиной (ἐξαγκωνίσαι τινά Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγκωνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ὠθῶ, «σπρώχνω» διὰ τοῦ ἀγκῶνος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 259· πρβλ. προεξαγκωνίζω. ΙΙ. δένω τὰς χεῖράς τινος ὀπισθάγκωνα, Διοδ. Ἀποσπ. 527. 65· ἐξηγκωνισμένος ὁ αὐτ. 13. 27· μεταφ., ἐξηγκ. τὸν λογισμὸν Φίλων 2. 128.

Greek Monolingual

ἐξαγκωνιζω (AM)
δένω κάποιον πισθάγκωνα, με τα χέρια πίσω
(«εἷλκον... δεδεμένους ἐξαγκωνίσαντες», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα («ἐξαγκωνιῶ ὡδί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγκών, κατά τα ρήματα σε -ίζω].