ἔκτοσε

Revision as of 16:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.

   A outwards: c. gen., out of, ἔκτοσε χειρός Od.14.277.

German (Pape)

[Seite 782] heraus; δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός Od. 14, 277.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτοσε: ἐπίρρ. ἔξω, ἐκτός, μετὰ γεν., δόρυ δ’ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρὸς Ὀδ. Ξ. 277.

French (Bailly abrégé)

adv.
hors de, gén. avec idée de mouvement.
Étymologie: ἐκτός, -σε.

English (Autenrieth)

out of, w. gen., Od. 14.277†.

Spanish (DGE)

1 adv. hacia afuera Hdn.Gr.1.499.
2 prep. de gen. de, fuera de δόρυ δ' ἔκβαλον ἔ. χειρός solté de mi mano la lanza, Od.14.277.

Greek Monolingual

ἔκτοσε (Α)
επίρρ. έξω, εκτός (με γεν.) («δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός», Οδ. ξ).

Greek Monotonic

ἔκτοσε: επίρρ., προς τα έξω· με γεν., έξω από, εκτός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτοσε: praep. cum gen. из (ἐκβαλεῖν ἔ. χειρός Hom.).

Middle Liddell

[from ἐκτός
outwards: c. gen. out of, Od.