ὠλενοστρόφος

Revision as of 17:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A mat-maker, PPetr.3p.173 (iii B. C.), BGU1528 (iii B. C.); toranus (leg. torarius) = ωλενος· τροφος, Gloss.: cf. ὠλένη 3 and ὠλήν.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός με τον οποίο στρέφεται ο βραχίονας
2. αυτός που υφαίνει ψάθινους τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «χέρι» και «ψάθα» + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο-στρόφος.