ὑπόμακρος

Revision as of 17:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A longish, ῥάβδος Ar.Pax1243; πρόσωπον Arist. Phgn.807b26, cf. Alex.333; ἔντασις Hp.Prorrh.1.144; φλεγμονή Gal.16.808: cf. ἐπίμακρος.

German (Pape)

[Seite 1225] etwas lang, länglich; ῥάβδος Ar. Pax 1209; Alexis in B. A. 115; Arist. physiogn. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόμακρος: -ον, ὀλίγον τι μακρός, ῥάβδος Ἀριστοφ. Εἰρ. 1243· πρόσωπον Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 4, Ἄλεξις ἐν Ἀδηλ. 75· πρβλ. ἐπίμακρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu long.
Étymologie: ὑπό, μακρός.

Greek Monolingual

-ον, Α μακρός
1. ο κάπως μακρός
2. επιμήκης.

Greek Monotonic

ὑπόμακρος: -ον, κάπως μακρύς, μακρουλός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόμακρος:
1) достаточно длинный (ῥάβδος Arph.);
2) продолговатый (πρόσωπον Arst.).

Middle Liddell

ὑπό-μακρος, ον,
somewhat long, longish, Ar.